Jump to content

αναπληρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπληρωτικός (anaplirotikósm (feminine αναπληρωτική, neuter αναπληρωτικό)

  1. replacement, supplementary, alternate, surrogate
  2. nonvoting

Declension

[edit]
Declension of αναπληρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπληρωτικός (anaplirotikós) αναπληρωτική (anaplirotikí) αναπληρωτικό (anaplirotikó) αναπληρωτικοί (anaplirotikoí) αναπληρωτικές (anaplirotikés) αναπληρωτικά (anaplirotiká)
genitive αναπληρωτικού (anaplirotikoú) αναπληρωτικής (anaplirotikís) αναπληρωτικού (anaplirotikoú) αναπληρωτικών (anaplirotikón) αναπληρωτικών (anaplirotikón) αναπληρωτικών (anaplirotikón)
accusative αναπληρωτικό (anaplirotikó) αναπληρωτική (anaplirotikí) αναπληρωτικό (anaplirotikó) αναπληρωτικούς (anaplirotikoús) αναπληρωτικές (anaplirotikés) αναπληρωτικά (anaplirotiká)
vocative αναπληρωτικέ (anaplirotiké) αναπληρωτική (anaplirotikí) αναπληρωτικό (anaplirotikó) αναπληρωτικοί (anaplirotikoí) αναπληρωτικές (anaplirotikés) αναπληρωτικά (anaplirotiká)

Synonyms

[edit]
[edit]