Jump to content

αναπλήρωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναπλήρωμα (anaplíroman (plural αναπλήρωματα)

  1. substitute
    Synonyms: αναπλήρωση (anaplírosi), υποκάστατο (ypokástato)

Declension

[edit]
Declension of αναπλήρωμα
singular plural
nominative αναπλήρωμα (anaplíroma) αναπληρώματα (anaplirómata)
genitive αναπληρώματος (anaplirómatos) αναπληρωμάτων (anapliromáton)
accusative αναπλήρωμα (anaplíroma) αναπληρώματα (anaplirómata)
vocative αναπλήρωμα (anaplíroma) αναπληρώματα (anaplirómata)
[edit]