αναπετάρισμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναπετάρισμα • (anapetárisma) n (plural αναπεταρίσματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπετάρισμα (anapetárisma) | αναπεταρίσματα (anapetarísmata) |
genitive | αναπεταρίσματος (anapetarísmatos) | αναπεταρισμάτων (anapetarismáton) |
accusative | αναπετάρισμα (anapetárisma) | αναπεταρίσματα (anapetarísmata) |
vocative | αναπετάρισμα (anapetárisma) | αναπεταρίσματα (anapetarísmata) |
Related terms
[edit]- αναπεταρίζω (anapetarízo, “to twitch”)