Jump to content

αναπετάρισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναπετάρισμα (anapetárisman (plural αναπεταρίσματα)

  1. twict, tic

Declension

[edit]
Declension of αναπετάρισμα
singular plural
nominative αναπετάρισμα (anapetárisma) αναπεταρίσματα (anapetarísmata)
genitive αναπεταρίσματος (anapetarísmatos) αναπεταρισμάτων (anapetarismáton)
accusative αναπετάρισμα (anapetárisma) αναπεταρίσματα (anapetarísmata)
vocative αναπετάρισμα (anapetárisma) αναπεταρίσματα (anapetarísmata)
[edit]