αναπασχόλητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναπασχόλητος • (anapaschólitos) m (feminine αναπασχόλητη, neuter αναπασχόλητο)
Declension
[edit]Declension of αναπασχόλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπασχόλητος • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητοι • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
genitive | αναπασχόλητου • | αναπασχόλητης • | αναπασχόλητου • | αναπασχόλητων • | αναπασχόλητων • | αναπασχόλητων • |
accusative | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητους • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
vocative | αναπασχόλητε • | αναπασχόλητη • | αναπασχόλητο • | αναπασχόλητοι • | αναπασχόλητες • | αναπασχόλητα • |
Synonyms
[edit]- άνεργος (ánergos, “unemployed, without work”)