Jump to content

αναπαραγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπαραγωγικός (anaparagogikósm (feminine αναπαραγωγική, neuter αναπαραγωγικό)

  1. reproductive

Declension

[edit]
Declension of αναπαραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπαραγωγικός (anaparagogikós) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικοί (anaparagogikoí) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)
genitive αναπαραγωγικού (anaparagogikoú) αναπαραγωγικής (anaparagogikís) αναπαραγωγικού (anaparagogikoú) αναπαραγωγικών (anaparagogikón) αναπαραγωγικών (anaparagogikón) αναπαραγωγικών (anaparagogikón)
accusative αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικούς (anaparagogikoús) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)
vocative αναπαραγωγικέ (anaparagogiké) αναπαραγωγική (anaparagogikí) αναπαραγωγικό (anaparagogikó) αναπαραγωγικοί (anaparagogikoí) αναπαραγωγικές (anaparagogikés) αναπαραγωγικά (anaparagogiká)
[edit]