Jump to content

αναπαλλοτρίωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπαλλοτρίωτος (anapallotríotosm (feminine αναπαλλοτρίωτη, neuter αναπαλλοτρίωτο)

  1. (law) inalienable
  2. (law) unalienated

Declension

[edit]
Declension of αναπαλλοτρίωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπαλλοτρίωτος (anapallotríotos) αναπαλλοτρίωτη (anapallotríoti) αναπαλλοτρίωτο (anapallotríoto) αναπαλλοτρίωτοι (anapallotríotoi) αναπαλλοτρίωτες (anapallotríotes) αναπαλλοτρίωτα (anapallotríota)
genitive αναπαλλοτρίωτου (anapallotríotou) αναπαλλοτρίωτης (anapallotríotis) αναπαλλοτρίωτου (anapallotríotou) αναπαλλοτρίωτων (anapallotríoton) αναπαλλοτρίωτων (anapallotríoton) αναπαλλοτρίωτων (anapallotríoton)
accusative αναπαλλοτρίωτο (anapallotríoto) αναπαλλοτρίωτη (anapallotríoti) αναπαλλοτρίωτο (anapallotríoto) αναπαλλοτρίωτους (anapallotríotous) αναπαλλοτρίωτες (anapallotríotes) αναπαλλοτρίωτα (anapallotríota)
vocative αναπαλλοτρίωτε (anapallotríote) αναπαλλοτρίωτη (anapallotríoti) αναπαλλοτρίωτο (anapallotríoto) αναπαλλοτρίωτοι (anapallotríotoi) αναπαλλοτρίωτες (anapallotríotes) αναπαλλοτρίωτα (anapallotríota)
[edit]