From Wiktionary, the free dictionary
αναπαλαιώνω • (anapalaióno ) (past αναπαλαίωσα , passive αναπαλαιώνομαι )
to restore , renovate , refurbish
αναπαλαιώνω αναπαλαιώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναπαλαιώνω
αναπαλαιώσω
αναπαλαιώνομαι
αναπαλαιωθώ
2 sg
αναπαλαιώνεις
αναπαλαιώσεις
αναπαλαιώνεσαι
αναπαλαιωθείς
3 sg
αναπαλαιώνει
αναπαλαιώσει
αναπαλαιώνεται
αναπαλαιωθεί
1 pl
αναπαλαιώνουμε , [‑ομε ]
αναπαλαιώσουμε , [‑ομε ]
αναπαλαιωνόμαστε
αναπαλαιωθούμε
2 pl
αναπαλαιώνετε
αναπαλαιώσετε
αναπαλαιώνεστε , αναπαλαιωνόσαστε
αναπαλαιωθείτε
3 pl
αναπαλαιώνουν (ε )
αναπαλαιώσουν (ε )
αναπαλαιώνονται
αναπαλαιωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναπαλαίωνα
αναπαλαίωσα
αναπαλαιωνόμουν (α )
αναπαλαιώθηκα
2 sg
αναπαλαίωνες
αναπαλαίωσες
αναπαλαιωνόσουν (α )
αναπαλαιώθηκες
3 sg
αναπαλαίωνε
αναπαλαίωσε
αναπαλαιωνόταν (ε )
αναπαλαιώθηκε
1 pl
αναπαλαιώναμε
αναπαλαιώσαμε
αναπαλαιωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναπαλαιωθήκαμε
2 pl
αναπαλαιώνατε
αναπαλαιώσατε
αναπαλαιωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναπαλαιωθήκατε
3 pl
αναπαλαίωναν , αναπαλαιώναν (ε )
αναπαλαίωσαν , αναπαλαιώσαν (ε )
αναπαλαιώνονταν , (αναπαλαιωνόντουσαν )
αναπαλαιώθηκαν , αναπαλαιωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναπαλαιώνω ➤
θα αναπαλαιώσω ➤
θα αναπαλαιώνομαι ➤
θα αναπαλαιωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναπαλαιώνεις , …
θα αναπαλαιώσεις , …
θα αναπαλαιώνεσαι , …
θα αναπαλαιωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναπαλαιώσει έχω, έχεις, … αναπαλαιωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναπαλαιωθεί είμαι , είσαι , … αναπαλαιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναπαλαιώσει είχα, είχες, … αναπαλαιωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναπαλαιωθεί ήμουν , ήσουν , … αναπαλαιωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναπαλαιώσει θα έχω, θα έχεις, … αναπαλαιωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναπαλαιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπαλαιωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναπαλαίωνε
αναπαλαίωσε
—
αναπαλαιώσου
2 pl
αναπαλαιώνετε
αναπαλαιώστε
αναπαλαιώνεστε
αναπαλαιωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναπαλαιώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναπαλαιώσει ➤
αναπαλαιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναπαλαιώσει
αναπαλαιωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.