αναπαιστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναπαιστικός • (anapaistikós) m (feminine αναπαιστική, neuter αναπαιστικό)
- (poetry) anapaestic (UK), anapestic (US)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναπαιστικός (anapaistikós) | αναπαιστική (anapaistikí) | αναπαιστικό (anapaistikó) | αναπαιστικοί (anapaistikoí) | αναπαιστικές (anapaistikés) | αναπαιστικά (anapaistiká) | |
genitive | αναπαιστικού (anapaistikoú) | αναπαιστικής (anapaistikís) | αναπαιστικού (anapaistikoú) | αναπαιστικών (anapaistikón) | αναπαιστικών (anapaistikón) | αναπαιστικών (anapaistikón) | |
accusative | αναπαιστικό (anapaistikó) | αναπαιστική (anapaistikí) | αναπαιστικό (anapaistikó) | αναπαιστικούς (anapaistikoús) | αναπαιστικές (anapaistikés) | αναπαιστικά (anapaistiká) | |
vocative | αναπαιστικέ (anapaistiké) | αναπαιστική (anapaistikí) | αναπαιστικό (anapaistikó) | αναπαιστικοί (anapaistikoí) | αναπαιστικές (anapaistikés) | αναπαιστικά (anapaistiká) |
Related terms
[edit]- ανάπαιστος m (anápaistos, “anapaest”)
Further reading
[edit]- ανάπαιστος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el