Jump to content

αναπαιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναπαιστικός (anapaistikósm (feminine αναπαιστική, neuter αναπαιστικό)

  1. (poetry) anapaestic (UK), anapestic (US)

Declension

[edit]
Declension of αναπαιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπαιστικός (anapaistikós) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικοί (anapaistikoí) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)
genitive αναπαιστικού (anapaistikoú) αναπαιστικής (anapaistikís) αναπαιστικού (anapaistikoú) αναπαιστικών (anapaistikón) αναπαιστικών (anapaistikón) αναπαιστικών (anapaistikón)
accusative αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικούς (anapaistikoús) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)
vocative αναπαιστικέ (anapaistiké) αναπαιστική (anapaistikí) αναπαιστικό (anapaistikó) αναπαιστικοί (anapaistikoí) αναπαιστικές (anapaistikés) αναπαιστικά (anapaistiká)
[edit]

Further reading

[edit]