Jump to content

αναπάντεχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αναπάντεχος (anapántechosm (feminine αναπάντεχη, neuter αναπάντεχο)

  1. unexpected, not anticipated, unanticipated
  2. sudden

Declension

[edit]
Declension of αναπάντεχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναπάντεχος (anapántechos) αναπάντεχη (anapántechi) αναπάντεχο (anapántecho) αναπάντεχοι (anapántechoi) αναπάντεχες (anapánteches) αναπάντεχα (anapántecha)
genitive αναπάντεχου (anapántechou) αναπάντεχης (anapántechis) αναπάντεχου (anapántechou) αναπάντεχων (anapántechon) αναπάντεχων (anapántechon) αναπάντεχων (anapántechon)
accusative αναπάντεχο (anapántecho) αναπάντεχη (anapántechi) αναπάντεχο (anapántecho) αναπάντεχους (anapántechous) αναπάντεχες (anapánteches) αναπάντεχα (anapántecha)
vocative αναπάντεχε (anapánteche) αναπάντεχη (anapántechi) αναπάντεχο (anapántecho) αναπάντεχοι (anapántechoi) αναπάντεχες (anapánteches) αναπάντεχα (anapántecha)
[edit]