Jump to content

αναξιοκρατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναξιοκρατικός (anaxiokratikósm (feminine αναξιοκρατική, neuter αναξιοκρατικό)

  1. nepotistic, nepotistical

Declension

[edit]
Declension of αναξιοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναξιοκρατικός (anaxiokratikós) αναξιοκρατική (anaxiokratikí) αναξιοκρατικό (anaxiokratikó) αναξιοκρατικοί (anaxiokratikoí) αναξιοκρατικές (anaxiokratikés) αναξιοκρατικά (anaxiokratiká)
genitive αναξιοκρατικού (anaxiokratikoú) αναξιοκρατικής (anaxiokratikís) αναξιοκρατικού (anaxiokratikoú) αναξιοκρατικών (anaxiokratikón) αναξιοκρατικών (anaxiokratikón) αναξιοκρατικών (anaxiokratikón)
accusative αναξιοκρατικό (anaxiokratikó) αναξιοκρατική (anaxiokratikí) αναξιοκρατικό (anaxiokratikó) αναξιοκρατικούς (anaxiokratikoús) αναξιοκρατικές (anaxiokratikés) αναξιοκρατικά (anaxiokratiká)
vocative αναξιοκρατικέ (anaxiokratiké) αναξιοκρατική (anaxiokratikí) αναξιοκρατικό (anaxiokratikó) αναξιοκρατικοί (anaxiokratikoí) αναξιοκρατικές (anaxiokratikés) αναξιοκρατικά (anaxiokratiká)
[edit]