αναντιστοιχία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναντιστοιχία • (anantistoichía) f
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναντιστοιχία (anantistoichía) | αναντιστοιχίες (anantistoichíes) |
genitive | αναντιστοιχίας (anantistoichías) | αναντιστοιχιών (anantistoichión) |
accusative | αναντιστοιχία (anantistoichía) | αναντιστοιχίες (anantistoichíes) |
vocative | αναντιστοιχία (anantistoichía) | αναντιστοιχίες (anantistoichíes) |