Jump to content

αναντιστοιχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναντιστοιχία (anantistoichíaf

  1. disparity, inconsistency, lack of correspondence

Declension

[edit]
Declension of αναντιστοιχία
singular plural
nominative αναντιστοιχία (anantistoichía) αναντιστοιχίες (anantistoichíes)
genitive αναντιστοιχίας (anantistoichías) αναντιστοιχιών (anantistoichión)
accusative αναντιστοιχία (anantistoichía) αναντιστοιχίες (anantistoichíes)
vocative αναντιστοιχία (anantistoichía) αναντιστοιχίες (anantistoichíes)