αναντίλεκτος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναντίλεκτος • (anantílektos) m (feminine αναντίλεκτη, neuter αναντίλεκτο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναντίλεκτος (anantílektos) | αναντίλεκτη (anantílekti) | αναντίλεκτο (anantílekto) | αναντίλεκτοι (anantílektoi) | αναντίλεκτες (anantílektes) | αναντίλεκτα (anantílekta) | |
genitive | αναντίλεκτου (anantílektou) | αναντίλεκτης (anantílektis) | αναντίλεκτου (anantílektou) | αναντίλεκτων (anantílekton) | αναντίλεκτων (anantílekton) | αναντίλεκτων (anantílekton) | |
accusative | αναντίλεκτο (anantílekto) | αναντίλεκτη (anantílekti) | αναντίλεκτο (anantílekto) | αναντίλεκτους (anantílektous) | αναντίλεκτες (anantílektes) | αναντίλεκτα (anantílekta) | |
vocative | αναντίλεκτε (anantílekte) | αναντίλεκτη (anantílekti) | αναντίλεκτο (anantílekto) | αναντίλεκτοι (anantílektoi) | αναντίλεκτες (anantílektes) | αναντίλεκτα (anantílekta) |
Related terms
[edit]- αντιλέγω (antilégo, “to contradict”)