Jump to content

αναμόλυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμόλυνση (anamólynsif (plural αναμολύνσεις)

  1. (pathology) reinfection; fresh infection (after recovery)

Declension

[edit]
Declension of αναμόλυνση
singular plural
nominative αναμόλυνση (anamólynsi) αναμολύνσεις (anamolýnseis)
genitive αναμόλυνσης (anamólynsis) αναμολύνσεων (anamolýnseon)
accusative αναμόλυνση (anamólynsi) αναμολύνσεις (anamolýnseis)
vocative αναμόλυνση (anamólynsi) αναμολύνσεις (anamolýnseis)

Older or formal genitive singular: αναμολύνσεως (anamolýnseos)

[edit]

Further reading

[edit]