Jump to content

αναμπουμπούλα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναμπουμπούλα (anampoumpoúlaf (plural αναμπουμπούλες)

  1. fuss, mayhem, hubbub, hurlyburly, turmoil, upheaval
    Synonym: ανεμοζάλη (anemozáli)

Declension

[edit]
Declension of αναμπουμπούλα
singular plural
nominative αναμπουμπούλα (anampoumpoúla) αναμπουμπούλες (anampoumpoúles)
genitive αναμπουμπούλας (anampoumpoúlas) -
accusative αναμπουμπούλα (anampoumpoúla) αναμπουμπούλες (anampoumpoúles)
vocative αναμπουμπούλα (anampoumpoúla) αναμπουμπούλες (anampoumpoúles)