αναμηρυκαστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναμηρυκαστικός • (anamirykastikós) m (feminine αναμηρυκαστική, neuter αναμηρυκαστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμηρυκαστικός (anamirykastikós) | αναμηρυκαστική (anamirykastikí) | αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) | αναμηρυκαστικοί (anamirykastikoí) | αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) | αναμηρυκαστικά (anamirykastiká) | |
genitive | αναμηρυκαστικού (anamirykastikoú) | αναμηρυκαστικής (anamirykastikís) | αναμηρυκαστικού (anamirykastikoú) | αναμηρυκαστικών (anamirykastikón) | αναμηρυκαστικών (anamirykastikón) | αναμηρυκαστικών (anamirykastikón) | |
accusative | αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) | αναμηρυκαστική (anamirykastikí) | αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) | αναμηρυκαστικούς (anamirykastikoús) | αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) | αναμηρυκαστικά (anamirykastiká) | |
vocative | αναμηρυκαστικέ (anamirykastiké) | αναμηρυκαστική (anamirykastikí) | αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) | αναμηρυκαστικοί (anamirykastikoí) | αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) | αναμηρυκαστικά (anamirykastiká) |
Related terms
[edit]- see: αναμηρυκάζω (anamirykázo, “to ruminate”)