Jump to content

αναμηρυκαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναμηρυκαστικός (anamirykastikósm (feminine αναμηρυκαστική, neuter αναμηρυκαστικό)

  1. ruminating

Declension

[edit]
Declension of αναμηρυκαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμηρυκαστικός (anamirykastikós) αναμηρυκαστική (anamirykastikí) αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) αναμηρυκαστικοί (anamirykastikoí) αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) αναμηρυκαστικά (anamirykastiká)
genitive αναμηρυκαστικού (anamirykastikoú) αναμηρυκαστικής (anamirykastikís) αναμηρυκαστικού (anamirykastikoú) αναμηρυκαστικών (anamirykastikón) αναμηρυκαστικών (anamirykastikón) αναμηρυκαστικών (anamirykastikón)
accusative αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) αναμηρυκαστική (anamirykastikí) αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) αναμηρυκαστικούς (anamirykastikoús) αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) αναμηρυκαστικά (anamirykastiká)
vocative αναμηρυκαστικέ (anamirykastiké) αναμηρυκαστική (anamirykastikí) αναμηρυκαστικό (anamirykastikó) αναμηρυκαστικοί (anamirykastikoí) αναμηρυκαστικές (anamirykastikés) αναμηρυκαστικά (anamirykastiká)
[edit]