αναμετάδοση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αναμετάδοση • (anametádosi) f (plural αναμεταδόσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναμετάδοση (anametádosi) | αναμεταδόσεις (anametadóseis) |
genitive | αναμετάδοσης (anametádosis) | αναμεταδόσεων (anametadóseon) |
accusative | αναμετάδοση (anametádosi) | αναμεταδόσεις (anametadóseis) |
vocative | αναμετάδοση (anametádosi) | αναμεταδόσεις (anametadóseis) |
Older or formal genitive singular: αναμεταδόσεως (anametadóseos)
Related terms
[edit]- and see: δόση f (dósi, “dose”)