Jump to content

αναμετάδοση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.meˈta.ðo.si/
  • Hyphenation: α‧να‧με‧τά‧δο‧ση

Noun

[edit]

αναμετάδοση (anametádosif (plural αναμεταδόσεις)

  1. rebroadcast, retransmission
  2. broadcast

Declension

[edit]
Declension of αναμετάδοση
singular plural
nominative αναμετάδοση (anametádosi) αναμεταδόσεις (anametadóseis)
genitive αναμετάδοσης (anametádosis) αναμεταδόσεων (anametadóseon)
accusative αναμετάδοση (anametádosi) αναμεταδόσεις (anametadóseis)
vocative αναμετάδοση (anametádosi) αναμεταδόσεις (anametadóseis)

Older or formal genitive singular: αναμεταδόσεως (anametadóseos)

[edit]
  • and see: δόση f (dósi, dose)