Jump to content

αναμαλλιάρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναμαλλιάρης (anamalliárism (feminine αναμαλλιάρης, neuter αναμαλλιάρες)

  1. ruffled
  2. dishevelled (UK), disheveled (US)
  3. touselled (UK), touseled (US)

Declension

[edit]
Declension of αναμαλλιάρης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμαλλιάρης (anamalliáris) αναμαλλιάρα (anamalliára) αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) αναμαλλιάρες (anamalliáres) αναμαλλιάρικα (anamalliárika)
genitive αναμαλλιάρη (anamalliári) αναμαλλιάρας (anamalliáras) αναμαλλιάρικου (anamalliárikou) αναμαλλιάρηδων (anamalliáridon) αναμαλλιάρικων (anamalliárikon)
accusative αναμαλλιάρη (anamalliári) αναμαλλιάρα (anamalliára) αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) αναμαλλιάρες (anamalliáres) αναμαλλιάρικα (anamalliárika)
vocative αναμαλλιάρη (anamalliári) αναμαλλιάρα (anamalliára) αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) αναμαλλιάρες (anamalliáres) αναμαλλιάρικα (anamalliárika)

Synonyms

[edit]
[edit]