αναμαλλιάρης
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναμαλλιάρης • (anamalliáris) m (feminine αναμαλλιάρης, neuter αναμαλλιάρες)
- ruffled
- dishevelled (UK), disheveled (US)
- touselled (UK), touseled (US)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναμαλλιάρης (anamalliáris) | αναμαλλιάρα (anamalliára) | αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) | αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) | αναμαλλιάρες (anamalliáres) | αναμαλλιάρικα (anamalliárika) | |
genitive | αναμαλλιάρη (anamalliári) | αναμαλλιάρας (anamalliáras) | αναμαλλιάρικου (anamalliárikou) | αναμαλλιάρηδων (anamalliáridon) | — | αναμαλλιάρικων (anamalliárikon) | |
accusative | αναμαλλιάρη (anamalliári) | αναμαλλιάρα (anamalliára) | αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) | αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) | αναμαλλιάρες (anamalliáres) | αναμαλλιάρικα (anamalliárika) | |
vocative | αναμαλλιάρη (anamalliári) | αναμαλλιάρα (anamalliára) | αναμαλλιάρικο (anamalliáriko) | αναμαλλιάρηδες (anamalliárides) | αναμαλλιάρες (anamalliáres) | αναμαλλιάρικα (anamalliárika) |
Synonyms
[edit]- αναμαλλιασμένος (anamalliasménos, participle)
Related terms
[edit]- see: αναμαλλιάζω (anamalliázo, “to ruffled, to tousle”)