Jump to content

αναληπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναληπτικός (analiptikósm (feminine αναληπτική, neuter αναληπτικό)

  1. (medicine) restorative, tonic, analeptic

Declension

[edit]
Declension of αναληπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναληπτικός (analiptikós) αναληπτική (analiptikí) αναληπτικό (analiptikó) αναληπτικοί (analiptikoí) αναληπτικές (analiptikés) αναληπτικά (analiptiká)
genitive αναληπτικού (analiptikoú) αναληπτικής (analiptikís) αναληπτικού (analiptikoú) αναληπτικών (analiptikón) αναληπτικών (analiptikón) αναληπτικών (analiptikón)
accusative αναληπτικό (analiptikó) αναληπτική (analiptikí) αναληπτικό (analiptikó) αναληπτικούς (analiptikoús) αναληπτικές (analiptikés) αναληπτικά (analiptiká)
vocative αναληπτικέ (analiptiké) αναληπτική (analiptikí) αναληπτικό (analiptikó) αναληπτικοί (analiptikoí) αναληπτικές (analiptikés) αναληπτικά (analiptiká)