αναληπτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναληπτικός • (analiptikós) m (feminine αναληπτική, neuter αναληπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναληπτικός (analiptikós) | αναληπτική (analiptikí) | αναληπτικό (analiptikó) | αναληπτικοί (analiptikoí) | αναληπτικές (analiptikés) | αναληπτικά (analiptiká) | |
genitive | αναληπτικού (analiptikoú) | αναληπτικής (analiptikís) | αναληπτικού (analiptikoú) | αναληπτικών (analiptikón) | αναληπτικών (analiptikón) | αναληπτικών (analiptikón) | |
accusative | αναληπτικό (analiptikó) | αναληπτική (analiptikí) | αναληπτικό (analiptikó) | αναληπτικούς (analiptikoús) | αναληπτικές (analiptikés) | αναληπτικά (analiptiká) | |
vocative | αναληπτικέ (analiptiké) | αναληπτική (analiptikí) | αναληπτικό (analiptikó) | αναληπτικοί (analiptikoí) | αναληπτικές (analiptikés) | αναληπτικά (analiptiká) |