Jump to content

αναλγητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναλγητικός (analgitikósm (feminine αναλγητική, neuter αναλγητικό)

  1. analgesic, painkilling
    Synonyms: παυσίπονος (pafsíponos), αντιαλγικός (antialgikós)

Declension

[edit]
Declension of αναλγητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναλγητικός (analgitikós) αναλγητική (analgitikí) αναλγητικό (analgitikó) αναλγητικοί (analgitikoí) αναλγητικές (analgitikés) αναλγητικά (analgitiká)
genitive αναλγητικού (analgitikoú) αναλγητικής (analgitikís) αναλγητικού (analgitikoú) αναλγητικών (analgitikón) αναλγητικών (analgitikón) αναλγητικών (analgitikón)
accusative αναλγητικό (analgitikó) αναλγητική (analgitikí) αναλγητικό (analgitikó) αναλγητικούς (analgitikoús) αναλγητικές (analgitikés) αναλγητικά (analgitiká)
vocative αναλγητικέ (analgitiké) αναλγητική (analgitikí) αναλγητικό (analgitikó) αναλγητικοί (analgitikoí) αναλγητικές (analgitikés) αναλγητικά (analgitiká)
[edit]

Further reading

[edit]