Jump to content

αναλαμπή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναλαμπή (analampíf (plural αναλαμπές)

  1. gleam, flash
  2. (figuratively) gleam, flare

Declension

[edit]
Declension of αναλαμπή
singular plural
nominative αναλαμπή (analampí) αναλαμπές (analampés)
genitive αναλαμπής (analampís) αναλαμπών (analampón)
accusative αναλαμπή (analampí) αναλαμπές (analampés)
vocative αναλαμπή (analampí) αναλαμπές (analampés)
[edit]