αναλαμβάνω
Appearance
See also: ἀναλαμβάνω
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αναλαβαίνω (analavaíno)
Verb
[edit]αναλαμβάνω • (analamváno) (past ανέλαβα/ανάλαβα, passive αναλαμβάνομαι)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.