Jump to content

ανακριτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακριτικός (anakritikósm (feminine ανακριτική, neuter ανακριτικό)

  1. interrogatory, examining, fact-finding
    ανακριτικό γραφείοanakritikó grafeíointerview room

Declension

[edit]
Declension of ανακριτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακριτικός (anakritikós) ανακριτική (anakritikí) ανακριτικό (anakritikó) ανακριτικοί (anakritikoí) ανακριτικές (anakritikés) ανακριτικά (anakritiká)
genitive ανακριτικού (anakritikoú) ανακριτικής (anakritikís) ανακριτικού (anakritikoú) ανακριτικών (anakritikón) ανακριτικών (anakritikón) ανακριτικών (anakritikón)
accusative ανακριτικό (anakritikó) ανακριτική (anakritikí) ανακριτικό (anakritikó) ανακριτικούς (anakritikoús) ανακριτικές (anakritikés) ανακριτικά (anakritiká)
vocative ανακριτικέ (anakritiké) ανακριτική (anakritikí) ανακριτικό (anakritikó) ανακριτικοί (anakritikoí) ανακριτικές (anakritikés) ανακριτικά (anakritiká)
[edit]