ανακριβολογία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανακριβολογία (anakrivologíaf (plural ανακριβολογίες)

  1. evasion, prevarication

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανακριβολογία (anakrivología) ανακριβολογίες (anakrivologíes)
genitive ανακριβολογίας (anakrivologías) ανακριβολογιών (anakrivologión)
accusative ανακριβολογία (anakrivología) ανακριβολογίες (anakrivologíes)
vocative ανακριβολογία (anakrivología) ανακριβολογίες (anakrivologíes)
[edit]