ανακριβής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Byzantine Greek ανακριβής (anakribḗs).[1] By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ ακριβής (akrivís).

Adjective

[edit]

ανακριβής (anakrivísm (feminine ανακριβής, neuter ανακριβές)

  1. inaccurate, inexact, imprecise

Declension

[edit]
Declension of ανακριβής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακριβής (anakrivís) ανακριβής (anakrivís) ανακριβές (anakrivés) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβή (anakriví)
genitive ανακριβούς (anakrivoús)
ανακριβή (anakriví)
ανακριβούς (anakrivoús) ανακριβούς (anakrivoús) ανακριβών (anakrivón) ανακριβών (anakrivón) ανακριβών (anakrivón)
accusative ανακριβή (anakriví) ανακριβή (anakriví) ανακριβές (anakrivés) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβή (anakriví)
vocative ανακριβή (anakriví)
ανακριβής (anakrivís)
ανακριβής (anakrivís) ανακριβές (anakrivés) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβείς (anakriveís) ανακριβή (anakriví)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανακριβής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανακριβής, etc.)

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ανακριβής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language