Jump to content

ανακοινώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακοινώσιμος (anakoinósimosm (feminine ανακοινώσιμη, neuter ανακοινώσιμο)

  1. communicable, suitable to be announced

Declension

[edit]
Declension of ανακοινώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακοινώσιμος (anakoinósimos) ανακοινώσιμη (anakoinósimi) ανακοινώσιμο (anakoinósimo) ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) ανακοινώσιμες (anakoinósimes) ανακοινώσιμα (anakoinósima)
genitive ανακοινώσιμου (anakoinósimou) ανακοινώσιμης (anakoinósimis) ανακοινώσιμου (anakoinósimou) ανακοινώσιμων (anakoinósimon) ανακοινώσιμων (anakoinósimon) ανακοινώσιμων (anakoinósimon)
accusative ανακοινώσιμο (anakoinósimo) ανακοινώσιμη (anakoinósimi) ανακοινώσιμο (anakoinósimo) ανακοινώσιμους (anakoinósimous) ανακοινώσιμες (anakoinósimes) ανακοινώσιμα (anakoinósima)
vocative ανακοινώσιμε (anakoinósime) ανακοινώσιμη (anakoinósimi) ανακοινώσιμο (anakoinósimo) ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) ανακοινώσιμες (anakoinósimes) ανακοινώσιμα (anakoinósima)
[edit]