ανακοινώσιμος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανακοινώσιμος • (anakoinósimos) m (feminine ανακοινώσιμη, neuter ανακοινώσιμο)
- communicable, suitable to be announced
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακοινώσιμος (anakoinósimos) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) | |
genitive | ανακοινώσιμου (anakoinósimou) | ανακοινώσιμης (anakoinósimis) | ανακοινώσιμου (anakoinósimou) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | ανακοινώσιμων (anakoinósimon) | |
accusative | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμους (anakoinósimous) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) | |
vocative | ανακοινώσιμε (anakoinósime) | ανακοινώσιμη (anakoinósimi) | ανακοινώσιμο (anakoinósimo) | ανακοινώσιμοι (anakoinósimoi) | ανακοινώσιμες (anakoinósimes) | ανακοινώσιμα (anakoinósima) |
Related terms
[edit]- see: ανακοινωθέν n (anakoinothén, “communique”)