Jump to content

ανακοίνωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανακοίνωση (anakoínosif (plural ανακοινώσεις)

  1. announcement
    επίσημη ανακοίνωση (official announcement)

Declension

[edit]
Declension of ανακοίνωση
singular plural
nominative ανακοίνωση (anakoínosi) ανακοινώσεις (anakoinóseis)
genitive ανακοίνωσης (anakoínosis) ανακοινώσεων (anakoinóseon)
accusative ανακοίνωση (anakoínosi) ανακοινώσεις (anakoinóseis)
vocative ανακοίνωση (anakoínosi) ανακοινώσεις (anakoinóseis)

Older or formal genitive singular: ανακοινώσεως (anakoinóseos)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
[edit]