Jump to content

ανακλητήριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακλητήριος (anaklitíriosm (feminine ανακλητήρια, neuter ανακλητήριο)

  1. (diplomacy) recall

Declension

[edit]
Declension of ανακλητήριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακλητήριος (anaklitírios) ανακλητήρια (anaklitíria) ανακλητήριο (anaklitírio) ανακλητήριοι (anaklitírioi) ανακλητήριες (anaklitíries) ανακλητήρια (anaklitíria)
genitive ανακλητήριου (anaklitíriou) ανακλητήριας (anaklitírias) ανακλητήριου (anaklitíriou) ανακλητήριων (anaklitírion) ανακλητήριων (anaklitírion) ανακλητήριων (anaklitírion)
accusative ανακλητήριο (anaklitírio) ανακλητήρια (anaklitíria) ανακλητήριο (anaklitírio) ανακλητήριους (anaklitírious) ανακλητήριες (anaklitíries) ανακλητήρια (anaklitíria)
vocative ανακλητήριε (anaklitírie) ανακλητήρια (anaklitíria) ανακλητήριο (anaklitírio) ανακλητήριοι (anaklitírioi) ανακλητήριες (anaklitíries) ανακλητήρια (anaklitíria)
[edit]