ανακατώθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ανακατώθηκα • (anakatóthika)
- first-person singular simple past of ανακατώνομαι (anakatónomai), the passive of ανακατώνω (anakatóno)
Alternative forms
[edit]- ανακατεύτηκα (anakatéftika) from variant verb ανακατεύω (anakatévo)