Jump to content

ανακατεύθυνση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανακατεύθυνση (anakatéfthynsif (plural ανακατευθύνσεις)

  1. (Internet) redirection

Declension

[edit]
Declension of ανακατεύθυνση
singular plural
nominative ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis)
genitive ανακατεύθυνσης (anakatéfthynsis) ανακατευθύνσεων (anakatefthýnseon)
accusative ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis)
vocative ανακατεύθυνση (anakatéfthynsi) ανακατευθύνσεις (anakatefthýnseis)

Older or formal genitive singular: ανακατευθύνσεως (anakatefthýnseos)
The 2nd genitive singular form is much less common

Further reading

[edit]