ανακαλύφθηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ανακαλύφθηκα • (anakalýfthika)
- (formal) first-person singular simple past of ανακαλύπτομαι (anakalýptomai), the passive of ανακαλύπτω (anakalýpto)
Alternative forms
[edit]- ανακαλύφτηκα (anakalýftika) (common)
- ανεκαλύφθην (anekalýfthin) (formal, archaic)