Jump to content

ανακαινιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀνακαινιστής (anakainistḗs), equivalent to ανακαινίζω (anakainízo, to renotave) +‎ -ιστής (-istís, -ist, -er).

Noun

[edit]

ανακαινιστής (anakainistísm (plural ανακαινιστές, feminine ανακαινίστρια)

  1. restorer, renovator
  2. (politics, religion, etc) reformer

Declension

[edit]
Declension of ανακαινιστής
singular plural
nominative ανακαινιστής (anakainistís) ανακαινιστές (anakainistés)
genitive ανακαινιστή (anakainistí) ανακαινιστών (anakainistón)
accusative ανακαινιστή (anakainistí) ανακαινιστές (anakainistés)
vocative ανακαινιστή (anakainistí) ανακαινιστές (anakainistés)
[edit]