Jump to content

ανακαθιστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανακαθιστός (anakathistósm (feminine ανακαθιστή, neuter ανακαθιστό)

  1. sitting up

Declension

[edit]
Declension of ανακαθιστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανακαθιστός (anakathistós) ανακαθιστή (anakathistí) ανακαθιστό (anakathistó) ανακαθιστοί (anakathistoí) ανακαθιστές (anakathistés) ανακαθιστά (anakathistá)
genitive ανακαθιστού (anakathistoú) ανακαθιστής (anakathistís) ανακαθιστού (anakathistoú) ανακαθιστών (anakathistón) ανακαθιστών (anakathistón) ανακαθιστών (anakathistón)
accusative ανακαθιστό (anakathistó) ανακαθιστή (anakathistí) ανακαθιστό (anakathistó) ανακαθιστούς (anakathistoús) ανακαθιστές (anakathistés) ανακαθιστά (anakathistá)
vocative ανακαθιστέ (anakathisté) ανακαθιστή (anakathistí) ανακαθιστό (anakathistó) ανακαθιστοί (anakathistoí) ανακαθιστές (anakathistés) ανακαθιστά (anakathistá)
[edit]