ανακαθιστός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανακαθιστός • (anakathistós) m (feminine ανακαθιστή, neuter ανακαθιστό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανακαθιστός (anakathistós) | ανακαθιστή (anakathistí) | ανακαθιστό (anakathistó) | ανακαθιστοί (anakathistoí) | ανακαθιστές (anakathistés) | ανακαθιστά (anakathistá) | |
genitive | ανακαθιστού (anakathistoú) | ανακαθιστής (anakathistís) | ανακαθιστού (anakathistoú) | ανακαθιστών (anakathistón) | ανακαθιστών (anakathistón) | ανακαθιστών (anakathistón) | |
accusative | ανακαθιστό (anakathistó) | ανακαθιστή (anakathistí) | ανακαθιστό (anakathistó) | ανακαθιστούς (anakathistoús) | ανακαθιστές (anakathistés) | ανακαθιστά (anakathistá) | |
vocative | ανακαθιστέ (anakathisté) | ανακαθιστή (anakathistí) | ανακαθιστό (anakathistó) | ανακαθιστοί (anakathistoí) | ανακαθιστές (anakathistés) | ανακαθιστά (anakathistá) |
Related terms
[edit]- see: ανακάθομαι (anakáthomai, “to sit up”, deponent verb)