ανακάτεμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανακάτεμα • (anakátema) n (plural ανακατέματα)
- blending, mixing, stirring
- (card games) shuffling, shuffle
- confusion, disorder
- muddle, mix-up
- (physiology) nausea, queasiness, sickness
- ανακάτεμα στο στομάχι ― anakátema sto stomáchi ― nausea, queasiness
Declension
[edit]Declension of ανακάτεμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακάτεμα • | ανακατέματα • |
genitive | ανακατέματος • | ανακατεμάτων • |
accusative | ανακάτεμα • | ανακατέματα • |
vocative | ανακάτεμα • | ανακατέματα • |
Alternative forms
[edit]- ανακάτωμα n (anakátoma)
Synonyms
[edit]- ανακάτωση f (anakátosi)
- and see: ναυτία f (naftía)
Related terms
[edit]- see: ανακατεύω (anakatévo, “to stir, to stir up”)