Jump to content

αναιτιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναιτιότητα (anaitiótitaf (uncountable)

  1. blamelessness

Declension

[edit]
Declension of αναιτιότητα
singular
nominative αναιτιότητα (anaitiótita)
genitive αναιτιότητας (anaitiótitas)
accusative αναιτιότητα (anaitiótita)
vocative αναιτιότητα (anaitiótita)
[edit]