Jump to content

αναιδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀναιδής (anaidḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.neˈðis/
  • Hyphenation: αναι‧δής

Adjective

[edit]

αναιδής (anaidísm (feminine αναιδής, neuter αναιδές)

  1. impudent, cheeky
  2. brash, saucy
  3. shameless, immodest

Declension

[edit]
Declension of αναιδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναιδής (anaidís) αναιδής (anaidís) αναιδές (anaidés) αναιδείς (anaideís) αναιδείς (anaideís) αναιδή (anaidí)
genitive αναιδούς (anaidoús)
αναιδή (anaidí)
αναιδούς (anaidoús) αναιδούς (anaidoús) αναιδών (anaidón) αναιδών (anaidón) αναιδών (anaidón)
accusative αναιδή (anaidí) αναιδή (anaidí) αναιδές (anaidés) αναιδείς (anaideís) αναιδείς (anaideís) αναιδή (anaidí)
vocative αναιδή (anaidí)
αναιδής (anaidís)
αναιδής (anaidís) αναιδές (anaidés) αναιδείς (anaideís) αναιδείς (anaideís) αναιδή (anaidí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναιδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναιδής, etc.)

[edit]