Jump to content

αναθεωρήσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναθεωρήσιμος (anatheorísimosm (feminine αναθεωρήσιμη, neuter αναθεωρήσιμο)

  1. amendable, revisable

Declension

[edit]
Declension of αναθεωρήσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναθεωρήσιμος (anatheorísimos) αναθεωρήσιμη (anatheorísimi) αναθεωρήσιμο (anatheorísimo) αναθεωρήσιμοι (anatheorísimoi) αναθεωρήσιμες (anatheorísimes) αναθεωρήσιμα (anatheorísima)
genitive αναθεωρήσιμου (anatheorísimou) αναθεωρήσιμης (anatheorísimis) αναθεωρήσιμου (anatheorísimou) αναθεωρήσιμων (anatheorísimon) αναθεωρήσιμων (anatheorísimon) αναθεωρήσιμων (anatheorísimon)
accusative αναθεωρήσιμο (anatheorísimo) αναθεωρήσιμη (anatheorísimi) αναθεωρήσιμο (anatheorísimo) αναθεωρήσιμους (anatheorísimous) αναθεωρήσιμες (anatheorísimes) αναθεωρήσιμα (anatheorísima)
vocative αναθεωρήσιμε (anatheorísime) αναθεωρήσιμη (anatheorísimi) αναθεωρήσιμο (anatheorísimo) αναθεωρήσιμοι (anatheorísimoi) αναθεωρήσιμες (anatheorísimes) αναθεωρήσιμα (anatheorísima)
[edit]