Jump to content

αναζωογονητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναζωογονητικός (anazoogonitikósm (feminine αναζωογονητική, neuter αναζωογονητικό)

  1. revitalising (UK), revitalizing (US), invigorating

Declension

[edit]
Declension of αναζωογονητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναζωογονητικός (anazoogonitikós) αναζωογονητική (anazoogonitikí) αναζωογονητικό (anazoogonitikó) αναζωογονητικοί (anazoogonitikoí) αναζωογονητικές (anazoogonitikés) αναζωογονητικά (anazoogonitiká)
genitive αναζωογονητικού (anazoogonitikoú) αναζωογονητικής (anazoogonitikís) αναζωογονητικού (anazoogonitikoú) αναζωογονητικών (anazoogonitikón) αναζωογονητικών (anazoogonitikón) αναζωογονητικών (anazoogonitikón)
accusative αναζωογονητικό (anazoogonitikó) αναζωογονητική (anazoogonitikí) αναζωογονητικό (anazoogonitikó) αναζωογονητικούς (anazoogonitikoús) αναζωογονητικές (anazoogonitikés) αναζωογονητικά (anazoogonitiká)
vocative αναζωογονητικέ (anazoogonitiké) αναζωογονητική (anazoogonitikí) αναζωογονητικό (anazoogonitikó) αναζωογονητικοί (anazoogonitikoí) αναζωογονητικές (anazoogonitikés) αναζωογονητικά (anazoogonitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναζωογονητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναζωογονητικός, etc.)

[edit]