Jump to content

αναδουλειά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδουλειά (anadouleiáf (plural αναδουλειές)

  1. unemployment, joblessness
  2. slack time, slack business

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναδουλειά (anadouleiá) αναδουλειές (anadouleiés)
genitive αναδουλειάς (anadouleiás) -
accusative αναδουλειά (anadouleiá) αναδουλειές (anadouleiés)
vocative αναδουλειά (anadouleiá) αναδουλειές (anadouleiés)
[edit]