αναδουλειά
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αναδουλειά • (anadouleiá) f (plural αναδουλειές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναδουλειά (anadouleiá) | αναδουλειές (anadouleiés) |
genitive | αναδουλειάς (anadouleiás) | - |
accusative | αναδουλειά (anadouleiá) | αναδουλειές (anadouleiés) |
vocative | αναδουλειά (anadouleiá) | αναδουλειές (anadouleiés) |
Related terms
[edit]- see: δουλειά f (douleiá, “work”)