αναδιάρθρωση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.na.ðiˈaɾ.θɾo.si/, /a.naˈðʝaɾ.θɾo.si/

Noun

[edit]

αναδιάρθρωση (anadiárthrosif (plural αναδιαρθρώσεις)

  1. restructuring, reorganisation (UK), reorganization (US)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναδιάρθρωση (anadiárthrosi) αναδιαρθρώσεις (anadiarthróseis)
genitive αναδιάρθρωσης (anadiárthrosis) αναδιαρθρώσεων (anadiarthróseon)
accusative αναδιάρθρωση (anadiárthrosi) αναδιαρθρώσεις (anadiarthróseis)
vocative αναδιάρθρωση (anadiárthrosi) αναδιαρθρώσεις (anadiarthróseis)

Older or formal genitive singular: αναδιαρθρώσεως (anadiarthróseos)

[edit]