αναδεξιμιός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδεξιμιός (anadeximiósm (plural αναδεξιμιοί, feminine αναδεξιμιά)

  1. godson, godchild

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναδεξιμιός (anadeximiós) αναδεξιμιοί (anadeximioí)
genitive αναδεξιμιού (anadeximioú) αναδεξιμιών (anadeximión)
accusative αναδεξιμιό (anadeximió) αναδεξιμιούς (anadeximioús)
vocative αναδεξιμιέ (anadeximié) αναδεξιμιοί (anadeximioí)

Synonyms

[edit]
[edit]