Jump to content

αναδασωτέος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναδασωτέος (anadasotéosm (feminine αναδασωτέα, neuter αναδασωτέο)

  1. reforested (or due to be)

Declension

[edit]
Declension of αναδασωτέος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναδασωτέος (anadasotéos) αναδασωτέα (anadasotéa) αναδασωτέο (anadasotéo) αναδασωτέοι (anadasotéoi) αναδασωτέες (anadasotées) αναδασωτέα (anadasotéa)
genitive αναδασωτέου (anadasotéou) αναδασωτέας (anadasotéas) αναδασωτέου (anadasotéou) αναδασωτέων (anadasotéon) αναδασωτέων (anadasotéon) αναδασωτέων (anadasotéon)
accusative αναδασωτέο (anadasotéo) αναδασωτέα (anadasotéa) αναδασωτέο (anadasotéo) αναδασωτέους (anadasotéous) αναδασωτέες (anadasotées) αναδασωτέα (anadasotéa)
vocative αναδασωτέε (anadasotée) αναδασωτέα (anadasotéa) αναδασωτέο (anadasotéo) αναδασωτέοι (anadasotéoi) αναδασωτέες (anadasotées) αναδασωτέα (anadasotéa)
[edit]