αναδίφηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδίφηση (anadífisif (plural αναδιφήσεις)

  1. rummage, scrutiny

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναδίφηση (anadífisi) αναδιφήσεις (anadifíseis)
genitive αναδίφησης (anadífisis) αναδιφήσεων (anadifíseon)
accusative αναδίφηση (anadífisi) αναδιφήσεις (anadifíseis)
vocative αναδίφηση (anadífisi) αναδιφήσεις (anadifíseis)

Older or formal genitive singular: αναδιφήσεως (anadifíseos)

[edit]