Jump to content

αναγούλιασμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναγούλιασμα (anagoúliasman (plural αναγουλιάσματα)

  1. nausea

Declension

[edit]
Declension of αναγούλιασμα
singular plural
nominative αναγούλιασμα (anagoúliasma) αναγουλιάσματα (anagouliásmata)
genitive αναγουλιάσματος (anagouliásmatos) αναγουλιασμάτων (anagouliasmáton)
accusative αναγούλιασμα (anagoúliasma) αναγουλιάσματα (anagouliásmata)
vocative αναγούλιασμα (anagoúliasma) αναγουλιάσματα (anagouliásmata)

Synonyms

[edit]
[edit]