Jump to content

αναγνώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγνώσιμος (anagnósimosm (feminine αναγνώσιμη, neuter αναγνώσιμο)

  1. legible, readable (able to be read)
  2. literate (able to read)

Declension

[edit]
Declension of αναγνώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγνώσιμος (anagnósimos) αναγνώσιμη (anagnósimi) αναγνώσιμο (anagnósimo) αναγνώσιμοι (anagnósimoi) αναγνώσιμες (anagnósimes) αναγνώσιμα (anagnósima)
genitive αναγνώσιμου (anagnósimou) αναγνώσιμης (anagnósimis) αναγνώσιμου (anagnósimou) αναγνώσιμων (anagnósimon) αναγνώσιμων (anagnósimon) αναγνώσιμων (anagnósimon)
accusative αναγνώσιμο (anagnósimo) αναγνώσιμη (anagnósimi) αναγνώσιμο (anagnósimo) αναγνώσιμους (anagnósimous) αναγνώσιμες (anagnósimes) αναγνώσιμα (anagnósima)
vocative αναγνώσιμε (anagnósime) αναγνώσιμη (anagnósimi) αναγνώσιμο (anagnósimo) αναγνώσιμοι (anagnósimoi) αναγνώσιμες (anagnósimes) αναγνώσιμα (anagnósima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνώσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνώσιμος, etc.)

[edit]