Jump to content

αναγνωστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγνωστικός (anagnostikósm (feminine αναγνωστική, neuter αναγνωστικό)

  1. reading
    το αναγνωστικό κοινόto anagnostikó koinóthe reading public

Declension

[edit]
Declension of αναγνωστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγνωστικός (anagnostikós) αναγνωστική (anagnostikí) αναγνωστικό (anagnostikó) αναγνωστικοί (anagnostikoí) αναγνωστικές (anagnostikés) αναγνωστικά (anagnostiká)
genitive αναγνωστικού (anagnostikoú) αναγνωστικής (anagnostikís) αναγνωστικού (anagnostikoú) αναγνωστικών (anagnostikón) αναγνωστικών (anagnostikón) αναγνωστικών (anagnostikón)
accusative αναγνωστικό (anagnostikó) αναγνωστική (anagnostikí) αναγνωστικό (anagnostikó) αναγνωστικούς (anagnostikoús) αναγνωστικές (anagnostikés) αναγνωστικά (anagnostiká)
vocative αναγνωστικέ (anagnostiké) αναγνωστική (anagnostikí) αναγνωστικό (anagnostikó) αναγνωστικοί (anagnostikoí) αναγνωστικές (anagnostikés) αναγνωστικά (anagnostiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωστικός, etc.)

[edit]