αναγνωριστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αναγνωριστικός • (anagnoristikós) m (feminine αναγνωριστική, neuter αναγνωριστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αναγνωριστικός (anagnoristikós) | αναγνωριστική (anagnoristikí) | αναγνωριστικό (anagnoristikó) | αναγνωριστικοί (anagnoristikoí) | αναγνωριστικές (anagnoristikés) | αναγνωριστικά (anagnoristiká) | |
genitive | αναγνωριστικού (anagnoristikoú) | αναγνωριστικής (anagnoristikís) | αναγνωριστικού (anagnoristikoú) | αναγνωριστικών (anagnoristikón) | αναγνωριστικών (anagnoristikón) | αναγνωριστικών (anagnoristikón) | |
accusative | αναγνωριστικό (anagnoristikó) | αναγνωριστική (anagnoristikí) | αναγνωριστικό (anagnoristikó) | αναγνωριστικούς (anagnoristikoús) | αναγνωριστικές (anagnoristikés) | αναγνωριστικά (anagnoristiká) | |
vocative | αναγνωριστικέ (anagnoristiké) | αναγνωριστική (anagnoristikí) | αναγνωριστικό (anagnoristikó) | αναγνωριστικοί (anagnoristikoí) | αναγνωριστικές (anagnoristikés) | αναγνωριστικά (anagnoristiká) |
Related terms
[edit]- see: αναγνωρίζω (anagnorízo, “to recognise”)