Jump to content

αναγκαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγκαστικός (anagkastikósm (feminine αναγκαστική, neuter αναγκαστικό)

  1. compulsory, obligatory
    αναγκαστική προσγειωσηanagkastikí prosgeiosiforced landing
    αναγκαστικός νόμοςanagkastikós nómosemergency law

Declension

[edit]
Declension of αναγκαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγκαστικός (anagkastikós) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικοί (anagkastikoí) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)
genitive αναγκαστικού (anagkastikoú) αναγκαστικής (anagkastikís) αναγκαστικού (anagkastikoú) αναγκαστικών (anagkastikón) αναγκαστικών (anagkastikón) αναγκαστικών (anagkastikón)
accusative αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικούς (anagkastikoús) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)
vocative αναγκαστικέ (anagkastiké) αναγκαστική (anagkastikí) αναγκαστικό (anagkastikó) αναγκαστικοί (anagkastikoí) αναγκαστικές (anagkastikés) αναγκαστικά (anagkastiká)
[edit]