Jump to content

αναγεννητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναγεννητικός (anagennitikósm (feminine αναγεννητική, neuter αναγεννητικό)

  1. regenerative, revivalist

Declension

[edit]
Declension of αναγεννητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναγεννητικός (anagennitikós) αναγεννητική (anagennitikí) αναγεννητικό (anagennitikó) αναγεννητικοί (anagennitikoí) αναγεννητικές (anagennitikés) αναγεννητικά (anagennitiká)
genitive αναγεννητικού (anagennitikoú) αναγεννητικής (anagennitikís) αναγεννητικού (anagennitikoú) αναγεννητικών (anagennitikón) αναγεννητικών (anagennitikón) αναγεννητικών (anagennitikón)
accusative αναγεννητικό (anagennitikó) αναγεννητική (anagennitikí) αναγεννητικό (anagennitikó) αναγεννητικούς (anagennitikoús) αναγεννητικές (anagennitikés) αναγεννητικά (anagennitiká)
vocative αναγεννητικέ (anagennitiké) αναγεννητική (anagennitikí) αναγεννητικό (anagennitikó) αναγεννητικοί (anagennitikoí) αναγεννητικές (anagennitikés) αναγεννητικά (anagennitiká)
[edit]