αναβολικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αναβολικός (anavolikósm (feminine αναβολική, neuter αναβολικό)

  1. (medicine) anabolic

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναβολικός (anavolikós) αναβολική (anavolikí) αναβολικό (anavolikó) αναβολικοί (anavolikoí) αναβολικές (anavolikés) αναβολικά (anavoliká)
genitive αναβολικού (anavolikoú) αναβολικής (anavolikís) αναβολικού (anavolikoú) αναβολικών (anavolikón) αναβολικών (anavolikón) αναβολικών (anavolikón)
accusative αναβολικό (anavolikó) αναβολική (anavolikí) αναβολικό (anavolikó) αναβολικούς (anavolikoús) αναβολικές (anavolikés) αναβολικά (anavoliká)
vocative αναβολικέ (anavoliké) αναβολική (anavolikí) αναβολικό (anavolikó) αναβολικοί (anavolikoí) αναβολικές (anavolikés) αναβολικά (anavoliká)
[edit]