Jump to content

αναβαπτιστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναβαπτιστής (anavaptistísm (plural αναβαπτιστές)

  1. (Christianity) anabaptist

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναβαπτιστής (anavaptistís) αναβαπτιστές (anavaptistés)
genitive αναβαπτιστή (anavaptistí) αναβαπτιστών (anavaptistón)
accusative αναβαπτιστή (anavaptistí) αναβαπτιστές (anavaptistés)
vocative αναβαπτιστή (anavaptistí) αναβαπτιστές (anavaptistés)
[edit]

Further reading

[edit]